πεντωβόλου

πεντωβόλου
πεντώβολος
of
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πεντώβολος — ον, Α 1. αυτός που έχει αξία πέντε οβολών 2. (το ουδ. ως επίρρ.) πεντώβολον αντί ημερήσιας αμοιβής πέντε οβολών 3. φρ. «κυλίκιον τοῡ πεντωβόλου» κύλικας χωρητικότητας οίνου που αξίζει πέντε οβολούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ (βλ. πεντα ) + ώβολος (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”